- αϊδοφοίτης
- ἁιδοφοίτης και ᾁδοφοίτης, ο (Α)αυτός που «φοιτά», που συ χνάζει στον Άδηλεγεται για πρόσωπο κάτισχνα, που είναι σαν να ζουν στο οριακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτουη λ. στον Ησύχιο: «ἁιδοφοῑταιοἱ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ἐγγὺς θάνατοι ὄντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἅιδης + φοίτης < φοιτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.